- ὁποσαπλασίων
- ὁποσα-πλασίων, ωνος, wie vielfach
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οποσαπλασίων — ὁποσαπλασίων, ον (Α) πόσες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. επίρρ... ὁποσαπλασιόνως (Α) κατά πόσες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὁποσαπλάσιος με αρχ. επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. διπλασ ίων, εικοσαπλασ ίων)] … Dictionary of Greek
οποσαπλάσιος — ὁποσαπλάσιος, ία, ον (Α) 1. ὁποσαπλασίων* πόσες φορές μεγαλύτερος 2. (με το οὖν) ὁποσαπλασιοσοῡν όσες φορές περισσότερος και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + πλάσιος*] … Dictionary of Greek